ταλαπείριος

ταλαπείριος
-ον, Α
1. (ιδίως για τον Οδυσσέα) αυτός που έχει υποστεί πολλές δοκιμασίες τής τύχης, πολλά παθήματα
2. αυτός που πλανιέται εδώ και εκεί, αλήτης
3. φρ. «πτωχὸς ταλαπείριος» — επαίτης, ζητιάνος (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα- (βλ. λ. τάλας) + πεῖρα + κατάλ. -ιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταλαπείριος — one who has suffered much masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαπείριον — ταλαπείριος one who has suffered much masc/fem acc sg ταλαπείριος one who has suffered much neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαπείριε — ταλαπείριος one who has suffered much masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαπείριοι — ταλαπείριος one who has suffered much masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”